λυγμός

λυγμός
ο (AM λυγμός)
σπασμός τού διαφράγματος υπό την επίδραση ψυχικού πόνου, ο οποίος ακολουθείται από απότομη και θορυβώδη εξαγωγή τού αέρα που υπάρχει στον θώρακα
μσν.-αρχ.
λόξυγγας («λυγμῷ τὴν φωνὴν ἀνεκόπη», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυγ- τού λύζω «έχω λόξυγγα, βγάζω λυγμό» + κατάλ. -μός (πρβλ. κράζω: κραγμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λυγμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγμός — ο σπασμός του στήθους από το κλάμα, το αναφιλητό: Ακούγοντας την απόφαση του δικαστηρίου ξέσπασε σε λυγμούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λυγμοῖς — λυγμός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγμοῖσι — λυγμός masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγμοί — λυγμός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγμοῦ — λυγμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγμούς — λυγμός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγμῶν — λυγμός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγμῷ — λυγμός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγμόν — λυγμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”